ζώο

ζώο
Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού συστήματος, σε αντίθεση με τα φυτά τα οποία στερούνται αντίστοιχου συστήματος και αντιδρούν με βραδύτητα στα ερεθίσματα· διατροφή αποκλειστικά οργανική που περιλαμβάνει φυτά ή άλλα ζ. (τα φυτά έχουν την ικανότητα να συνθέτουν οργανικές ενώσεις από ανόργανα συστατικά και ηλιακή ενέργεια μέσω της διαδικασίας της φωτοσύνθεσης)· κύτταρα γυμνά χωρίς κυτταρικό τοίχωμα και χωρίς πλάστες (χλωροπλάστες), δηλαδή τα οργανίδια που περιέχονται στο κυτταρόπλασμα πολλών φυτικών κυττάρων και συμμετέχουν στον μεταβολισμό τους. Οι χαρακτήρες όμως αυτοί δεν είναι σταθεροί και αποκλειστικοί, ιδιαίτερα στους κατώτερους και λιγότερο σύνθετους οργανισμούς, ενώ πιο αβέβαιη και τεχνητή γίνεται η διάκριση στους μονοκύτταρους οργανισμούς. Πράγματι, μερικά ζ., όπως για παράδειγμα οι πολύποδες και οι σπόγγοι, είναι ακίνητα, ενώ τα μικρόβια και τα μονοκύτταρα φύκη, εφοδιασμένα με μαστίγια και βλεφαρίδες, είναι κινητά. Εξάλλου, κινήσεις έχουν εξακριβωθεί και στα ανώτερα φυτά, ως αντιδράσεις σε ειδικά ερεθίσματα, που δείχνουν ότι και τα φυτά είναι προικισμένα με κάποια ερεθιστικότητα. Η ψυχική δραστηριότητα δεν είναι διακριτικό γνώρισμα, αφού διαπιστώνεται με τρόπο εμφανή μόνο στα ανώτερα ζ. Όλα τα φυτά δεν έχουν την ικανότητα να τρέφονται με ανόργανα υλικά (νερό, διοξείδιο του άνθρακα και ανόργανα άλατα) και να τα μετασχηματίζουν σε οργανικές ενώσεις με τη βοήθεια της χλωροφύλλης. Στερημένοι από χλωροφύλλη και υποχρεωμένοι σε οργανική διατροφή, όπως των ζ., είναι οι μύκητες και πολλά άλλα σαπρόφυτα ή παράσιτα. Εξάλλου, δεν περιέχουν όλα τα φυτικά κύτταρα τους πλάστες ούτε περιβάλλονται όλα από κυτταρινικό τοίχωμα ή τοίχωμα άλλης σύστασης (φελλός, ξύλο)· αντίθετα, μερικά ζωικά κύτταρα, όπως για παράδειγμα οι κύστες των πρωτοζώων, διαθέτουν επένδυση μεμβράνης. Η αδυναμία επακριβούς διαχωρισμού των ζ. από τα φυτά στη βάση του ζωικού κόσμου θεωρείται από τους οπαδούς της εξελικτικής θεωρίας ως ένδειξη για την προέλευσή τους από έναν κοινό πρόγονο με πρόωρη απόκλιση, όπως οι δύο γραμμές στο σχήμα V (με κοινή αρχή). Η γραμμή των ζ. εξελίσσει την κινητικότητα και τη νευροψυχική δραστηριότητα, ενώ των φυτών αναπτύσσει την ακινησία και την ανόργανη διατροφή. Συνέπεια των κατευθύνσεων αυτών της εξέλιξης είναι να εκδηλώνονται σημαντικές διαφορές στα εσωτερικά περιβάλλοντα και συνεπώς στη γενική οργάνωση των ζ. και των φυτών. ζωικές λειτουργίες. Η οργάνωση ενός ζ. ανταποκρίνεται στην ιδιορρυθμία των ζωικών του λειτουργιών. Αυτές μπορούν να διαιρεθούν σε δύο κατηγορίες: λειτουργίες σχέσης, που θέτουν δηλαδή σε επικοινωνία τον οργανισμό με το εξωτερικό περιβάλλον, και λειτουργίες που υπάρχουν και στα φυτά, αλλά με διάφορους χαρακτήρες –που εξασφαλίζουν την ανάπτυξη και τη διατήρηση του ατόμου (διατροφή) και του είδους (αναπαραγωγή). Οι λειτουργίες σχέσης είναι δύο: ερεθιστικότητα και κινητικότητα. Οι λειτουργίες της δεύτερης κατηγορίας συνηθίζεται να διαιρούνται σε: πέψη, αναπνοή, κυκλοφορία, έκκριση και αναπαραγωγή. Για τις λειτουργίες αυτές ο οργανισμός διαθέτει κατασκευή και όργανα τόσο πιο διαφοροποιημένα και εξειδικευμένα όσο περισσότερο ανέρχεται στη συστηματική κλίμακα των οργανισμών, από τα πιο απλά στα πιο σύνθετα. Στους οργανισμούς που βρίσκονται σε ανώτερο επίπεδο, μπορούμε εύκολα να αναγνωρίσουμε τα όργανα και τα συστήματα που υπάρχουν για τις διάφορες λειτουργίες. Στην ερεθιστικότητα συντελεί το νευρικό σύστημα, το οποίο συγκεντρώνει τα ερεθίσματα που προκαλούνται από εξωτερικές διεγέρσεις με ειδικά αισθητήρια όργανα (μάτια, αφτιά, απολήξεις όσφρησης, θηλές αφής και γεύσης), τα μεταβιβάζει με τα αισθητικά νεύρα στα εγκεφαλικά κέντρα, τα οποία τα επεξεργάζονται και στέλνουν προς απάντηση, με τα κινητικά νεύρα, τις κατάλληλες ωθήσεις στους μυς. Τις κινήσεις ρυθμίζει το μυϊκό σύστημα, που ενεργεί στα εξαρτήματα κίνησης, τα οποία διαφέρουν ανάλογα με το περιβάλλον ζωής: πτερύγια (στα ψάρια), πόδια (στα χερσαία ζ.), πτέρυγες (στα πουλιά). Σε μερικά ζ. (σκουλήκια, φίδια) λείπουν ειδικά κινητικά όργανα και η κίνηση γίνεται με σύσπαση των μυών του σώματος. Ο αριθμός, ο τρόπος και η διάταξη των εξαρτημάτων κίνησης είναι ποικιλότατα στα ασπόνδυλα· στα σπονδυλωτά, αντίθετα, είναι τυπική η παρουσία δύο ζευγών εξαρτημάτων, ενός εμπρός και ενός πίσω. Για τη στήριξη του σώματος και την πρόσφυση των μυών υπάρχει στα σπονδυλωτά ο ερειστικός ιστός, δηλαδή ένας εσωτερικός σκελετός, οστέινος ή χόνδρινος, που στα ασπόνδυλα έχει αντικατασταθεί από άλλες δομές, όπως είναι το εξωτερικό χιτινώδες περίβλημα στα αρθρόποδα, οι ασβεστολιθικές πλάκες στα εχινόδερμα, τα όστρακα στα μαλάκια, ενώ μερικοί οργανισμοί είναι εντελώς μαλακοί, δεν έχουν δηλαδή στηρικτικό σύστημα, όπως τα χταπόδια, οι μέδουσες, οι γυμνοσάλιαγκες κλπ. Στη διατροφή επενεργεί η πεπτική συσκευή, που στην πραγματικότητα είναι ένας σωλήνας ανοιχτός στα άκρα για την είσοδο των τροφών (στόμα) και για την έξοδο των απεκκριμάτων (έδρα). Ο σωλήνας αυτός έχει ποικιλότροπα διαφοροποιημένα τμήματα, ανάλογα με την εργασία που εκτελεί και τα είδη της τροφής: φάρυγγας, οισοφάγος, στομάχι, έντερο. Σε συνάρτηση με το πεπτικό σύστημα είναι και οι δομές για τη λειοτρίβηση των στερεών τροφών (γνάθος των εντόμων, ξύστρο των μαλακίων, δόντια των σπονδυλωτών, κεράτινες πλάκες του μυϊκού στομάχου των πτηνών) ή για την απορρόφηση των υγρών (προβοσκίδα της μέλισσας, ραμφίδιο του τζίτζικα κλπ.) και αδένες-όργανα που εκκρίνουν τα διάφορα υγρά για την πέψη: συκώτι, πάγκρεας, σιελογόνοι αδένες κλπ. Μετά την πέψη τους, οι τροφές απορροφώνται και φέρονται στον κύκλο των εσωτερικών υγρών, του αίματος και της λέμφου. Στα κατώτερα ασπόνδυλα η κυκλοφορία είναι κενοτοπική, γίνεται δηλαδή κατά μήκος των κοιλοτήτων του σώματος, ενώ σε άλλα είναι αγγειοκενοτοπική, γίνεται δηλαδή κατά ένα μέρος μέσα σε ένα κατάλληλο κανάλι (την καρδιά ή το ραχιαίο αγγείο των εντόμων). Στα σπονδυλωτά είναι εξ ολοκλήρου αγγειώδης, πραγματοποιείται δηλαδή αποκλειστικά μέσα σε ειδικούς σωλήνες ή αγγεία, που διακρίνονται σε αρτηρίες και φλέβες. Οι αρτηρίες μεταφέρουν το αίμα από την καρδιά στην περιφέρεια, ενώ οι φλέβες από την περιφέρεια στην καρδιά. Η ανταλλαγή των αερίων της αναπνοής –εισαγωγή οξυγόνου από το περιβάλλον και εξαγωγή διοξειδίου του άνθρακα από το εσωτερικό– γίνεται στους υδρόβιους οργανισμούς με τα βράγχια και στους χερσαίους με τους πνεύμονες ή τις τραχείες (έντομα). Ιδιαίτερη σπουδαιότητα έχει και η δερματική αναπνοή, που σε μερικούς οργανισμούς είναι αποκλειστική ή επικρατέστερη (αμφίβια). Τα προϊόντα της απέκκρισης αποβάλλονται από τον οργανισμό, αν μεν είναι στερεά από το έντερο, αν είναι αέρια (διοξείδιο του άνθρακα, υδρατμοί) από την αναπνευστική οδό και αν είναι υγρά από τα κατάλληλα όργανα απέκκρισης (νεφρίδια των δακτυλιοσκωλήκων, μαλπιγγιανά σωληνάρια στα έντομα, απεκκριτικοί αδένες, νεφροί στα σπονδυλωτά). Με την πρόοδο των βιολογικών και των ιατρικών επιστημών δίνεται όλο και μεγαλύτερη σημασία στους αδένες έσω έκκρισης (ή ενδοκρινείς) που εκκρίνουν ειδικές ουσίες, τις λεγόμενες ορμόνες, ικανές να ενεργούν για την ανταλλαγή της ύλης, τη ρύθμιση ορισμένων λειτουργιών και την ανάπτυξη και δραστηριότητα ολόκληρου του οργανισμού. Στα σπονδυλωτά, τέτοιοι αδένες είναι ο θυρεοειδής, ο θύμος, τα επινεφρίδια, η υπόφυση κλπ. Τα τελευταία χρόνια διαπιστώθηκε ενδοκρινής δραστηριότητα και στα ασπόνδυλα: έτσι στα έντομα βρέθηκαν μερικές ορμόνες που υποκινούν τη μεταμόρφωση και άλλες που την εμποδίζουν. Η αναπαραγωγή στα ζ. διακρίνεται σε αγενή και εγγενή. Στην αγενή δεν συμμετέχουν εξειδικευμένα γεννητικά κύτταρα, αλλά η αναπαραγωγή γίνεται από το σύνολο ή τμήμα του σώματος. Οι συχνότερες μορφές της περίπτωσης αυτής είναι δύο: η εκβλάστηση και η διαίρεση (εντερόκοιλα κοιλωματικά, πλατυέλμινθες, δακτυλιοσκώληκες), ενώ στην κατηγορία αυτή ανήκουν επίσης η κατάτμηση και η αναγέννηση. Η εγγενής αναπαραγωγή, αντίθετα, γίνεται με την ένωση του γεννητικού κυττάρου του θηλυκού (ωάριο) με το γεννητικό κύτταρο του αρσενικού (σπερματοζωάριο). Η πραγματοποίησή της γίνεται με τη μεσολάβηση του αναπαραγωγικού συστήματος του αρσενικού και του θηλυκού ατόμου. Σε μερικά ασπόνδυλα (υδρόζωα), η αγενής αναπαραγωγή εναλλάσσεται με την εγγενή: το φαινόμενο αυτό καλείται μεταγένεση και συνοδεύεται τις πιο πολλές φορές από σημαντική διαφορά μορφών, μεταξύ αυτών που γεννήθηκαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο (πολύποδας και μέδουσα). Σε άλλα ασπόνδυλα, το ωάριο μπορεί να αναπτυχθεί και χωρίς γονιμοποίηση· έχουμε τότε την παρθενογένεση. Και όταν αυτή εναλλάσσεται με την αμφιγονική αναπαραγωγή ή την αμφιγονία, έχουμε την ετερογονία (π.χ. στη φυλλοξήρα). Εκτός από λίγα ερμαφρόδιτα είδη μεταξύ των ψαριών (π.χ. σεράνοι και τσιπούρες, περκοειδή), τα σπονδυλωτά είναι χωριστών φύλων. Στα ασπόνδυλα, ο ερμαφροδιτισμός είναι συχνότερος και συναντάται σε μερικά έντομα, όπως την κοκκινίλλη τη βαμβακώδη των εσπεριδοειδών, σε μερικά μαλάκια (στρείδια και γαστερόποδα) και δακτυλιοσκώληκες (π.χ. γεωσκώληκας) και στην πλειονότητα των χιτωνοζώων (ασκίδια-σάλπες κλπ.) και των πλατυελμίνθων (π.χ. ταινίες). Ωστόσο, σε πολλά από τα παραπάνω ερμαφρόδιτα ζ. είναι απαραίτητη η γονιμοποίηση με διασταύρωση (ετερογαμία) όπως στα γονοχωριστικά ζ., γιατί οι αδένες των δύο φύλων ωριμάζουν σε διαφορετικούς χρόνους (διγαμία). Εκτός από τα μονοτρήματα (ορνιθόρρυγχος, έχιδνα) που είναι ωοτόκα, όλα τα θηλαστικά είναι ζωοτόκα. Αντίθετα, τα πτηνά είναι όλα ωοτόκα. Στις άλλες ομάδες των σπονδυλωτών και των ασπόνδυλων βρίσκονται ωοτόκα είδη, που είναι και τα πιο πολλά, ζωοτόκα και ωοζωοτόκα. Το μεγαλύτερο μέρος των ζ. έχει αμφίπλευρη συμμετρία, μερικά όμως (εχινόδερμα) έχουν ακτινωτή. Πολλά ζ. αναπτύσσονται, μετά το στάδιο του εμβρύου, χωρίς αξιόλογη αλλαγή στη μορφή τους, αλλά αυξάνοντας μόνο σε μέγεθος και συμπληρώνοντας μερικούς χαρακτήρες τους (ερπετά, πτηνά, θηλαστικά), ενώ αντιθέτως άλλα παρουσιάζουν μεταμορφώσεις, μεταξύ εμβρύου και ώριμου ατόμου, πολύ ή λίγο τονισμένες (αμφίβια, διάφορα ψάρια, πολλά έντομα και καρκινοειδή, εχινόδερμα κλπ.). Ταξινόμηση. Τα είδη των ζ. που έχουν ταξινομηθεί είναι περίπου ένα εκατομμύριο. Από αυτά, τα 700.000, δηλαδή πάνω από τα δύο τρίτα, είναι έντομα. Τα ζ. διαιρούνται από τους νεότερους επιστήμονες σε 32 φύλα, τα σπουδαιότερα από τα οποία είναι: πρωτόζωα (μονοκύτταροι ευκαρυωτικοί οργανισμοί), σπόγγοι, κνιδόζωα (πολύποδες και μέδουσες, κοράλλια, μαδρεπόρες κλπ.), πλατυέλμινθες (σκώληκες επίπεδοι, ταινίες), νηματώδεις (σκώληκες νηματόμορφοι: ασκαρίδες, τριχινέλες, φιλάριες και άλλοι παρασιτικοί σκώληκες), δακτυλιοσκώληκες (σέρπουλες, γαιοσκώληκες, βδέλλες), εχινόδερμα (αχινοί και αστερίες), μαλάκια (καλαμάρια, κοχλίες, σουπιές και στρείδια), αρθρόποδα και χορδωτά. Τις περισσότερες φορές, κάθε φύλο διαιρείται σε έναν ορισμένο αριθμό ομοταξιών και αυτές ακολούθως σε τάξεις, οικογένειες, γένη και τελικά σε είδη. Σύμφωνα με την ταξινόμηση στη ζωολογία, το ψάρι αυτό είναι ένα χορδωτό (φύλο), σπονδυλόζωο (υποφύλο), ιχθύς (ομοταξία), περκόμορφο (τάξη), αναβαντίδης (οικογένεια), Betta (γένος), Betta splendens (είδος). Ο αστούριος (είδος γερακιού) είναι ένα χορδωτό (φύλο), σπονδυλόζωο (υποφύλο), πτηνό (ομοταξία), ιερακόμορφο (τάξη), Accipiter (γένος), Accipiter gentibis (είδος). Ο σκίουρος ο κοινός είναι ένα χορδωτό (φύλο), σπονδυλόζωο (υποφύλο), θηλαστικό (ομοταξία), τρωκτικό (τάξη), σκιουρίδης (οικογένεια), Sciurus (γένος), Sciurus vulgaris (είδος). Αμοιβάδα, μονοκύτταρος ζωικός οργανισμός· ορισμένα είδη του παρασιτούν στον ανθρώπινο οργανισμό. Κοράλλι, ανθόζωο. Αστερίας, εχινόδερμο που είναι γνωστό και ως σταυρός της θάλασσας Χταπόδι, θαλασσινό μαλάκιο με οκτώ πλοκάμια. Αράχνη, αρθρόποδο. Χελώνα, οστρακοφόρο ερπετό.
* * *
και ζω και ζο, το (AM ζώον)
1. κάθε ενόργανο έμβιο ον που έχει την ικανότητα να αισθάνεται και να κινείται μόνο του, ζωντανό πλάσμα («ο άνθρωπος είναι ζώο λογικό»)
νεοελλ.
1. κάθε ενόργανο ον, εκτός από τον άνθρωπο, κτήνος, ζωντανό
2. μτφ. ο άνθρωπος που έχει ιδιότητες όμοιες με τις ιδιότητες τού ζώου, άξεστος, αμαθής, κτηνώδης
3. φρ. α) «ζώα κατοικίδια» — τα ζώα που έχουν εξημερωθεί από τον άνθρωπο και χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες του
β) «ζώα άγρια» — τα ζώα που δεν έχουν εξημερωθεί, αλλά ζουν κατά φύση
γ) «ζώα χοντρά» — τα ζώα που χρησιμοποιούνται για μεταφορές (βόδια, άλογα κ.λπ.)
δ) «ζώα λειανά» — τα πρόβατα και οι κατσίκες
μσν.
σημείο τού ζωδιακού κύκλου, ζώδιο, αστερισμός
μσν.-αρχ.
ζωγραφισμένη, γλυπτή ή ανάγλυφη παράσταση, ομοίωμα, εικόνα, όχι υποχρεωτικά ζώου («ζῷον δὲ οἱ ἐνῆν, ἀνὴρ ἱππεύς», Ηρόδ.)
αρχ.
1. φρ. «ζῷα γράφομαι» ή «ζῷα ἐγγρἁφω» — ζωγραφίζω («ζῷα γράψασθαι τὴν ζεῡξιν τοῡ Βοσπόρου» — να ζωγραφίσει τη ζεύξη, τη διάβαση τού Βοσπόρου, Ηρόδ.)
2. (περιφρονητικά) ζωντόβολο, ζωντανό («ὅπως ἡ χώρα τοῡ τοιούτου ζῷου καθαρὰ γίγνηται» — για να καθαρίσει η χώρα από τέτοιου είδους ζώο, δηλ. από τους επαίτες, Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω. Η λεξιλογική ομάδα που δήλωνε στην ΙΕ την έννοια «ζώο» (πρβλ. λατ. animal, bestia, γαλλ. animal, bete κ.ά.) δήλωνε ευρύτατα τα ζωντανά πλάσματα, συμπεριλαμβανομένων τόσο τών φυτών όσο και τού ανθρώπου. Από αυτή τη λεξιλογική ομάδα ορισμένες λ. δήλωναν μόνο τα «ζώα» (πρβλ. λατ. bestia «κτήνος»), μερικές αρχαιότερες λ. είχαν την πιο εξειδικευμένη σημ. «κατοικίδια ζώα» (ή ορισμένα μόνο είδη τους), ενώ άλλες τα «άγρια ζώα». Οι περισσότεροι όροι για την έννοια «ζώο» προέρχονται από λ. που δηλώνουν την αναπνοή, τη ζωή. Αυτό φαίνεται καθαρά στην παραγωγή τής λ. ζώο < ζω και στο λατ. animal «ζώο» < anima «πνοή, αναπνοή, πνεύμα, ψυχή». Στην Αρχ. Ελλ. η λ. ζώον χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει και τον άνθρωπο, αλλά και τα φυτά με την έννοια του έμβιου όντος, ενώ άλλοτε γινόταν διάκριση μεταξύ ζώου και ερπετού. Στην Αρχ. Ελλ. η λ. ζώον είχε επίσης και τη σημ. «ομοίωμα (όχι αναγκαστικά ζώου), εικόνα, ζωγραφιά». Χαρακτηριστικό ακόμη είναι ότι ήδη στην Αρχ. Ελλ. η λ. ζώον είχε και μειωτική σημ., χρησιμοποιούνταν δηλαδή υβριστικά, όπως ακόμη και σήμερα, για να δηλώσει τον «άξεστο, βλάκα άνθρωπο». Η χρήση αυτή γίνεται με βάση τη διάκριση τού ανθρώπου από το ζώο ως ελλόγου από άλογο ον. Στη Νέα Ελλ. ως ζώα χαρακτηρίζονται όλα τα έμβια όντα, πλην τών φυτών. Περαιτέρω διάκριση τών ζώων γίνεται — πέρα από την επιστημονική ορολογία, όπου διακρίνονται τα είδη σε ειδικότερες κατηγορίες με βάση πάντα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τους — είναι αυτή που γίνεται στη Νέα Ελλ. προκειμένου για τα έντομα, τα πτηνά, τα ψάρια και ώς ένα σημείο τα ερπετά. Αυτό σημαίνει ότι σήμερα αποκαλούνται ζώα συνήθως τα θηλαστικά και εν μέρει τα ερπετά (π.χ. ο κροκόδειλος μπορεί να χαρακτηριστεί και ως ερπετό, αλλά και ως ζώο), ενώ τα άλλα είδη αποκαλούνται έντομα ή πτηνά ή ψάρια. Από την άλλη πλευρά πάλι διακρίνουμε τα «κατοικίδια ζώα» από τα «άγρια ζώα» που χαρακτηρίζονται και ως «θηρία» ή «κτήνη». Θηρία χαρακτηρίζονται κυρίως τα μεγάλα άγρια ζώα, ενώ τα μικρότερα λέγονται αγρίμια. Τόσο η λ. θηρίο όσο και η λ. αγρίμι χρησιμοποιούνται ευρέως και μεταφορικά για ανθρώπους: (π.χ. Αυτά δεν είναι παιδιά, είναι θηρία), (ζει σαν αγρίμι). Η λ. κτήνη, τέλος, κάποτε δήλωνε τα κατοικίδια ζώα, ενώ σήμερα δηλώνει, σπανιότερα, τα βοοειδή ή υποζύγια και, συνηθέστερα, χρησιμοποιείται υβριστικώς για ανθρώπους βάναυσους, σκληρούς: π.χ. Τής συμπεριφέρθηκε σαν κτήνος.
ΠΑΡ. ζῳάριο(ν), ζῴδιο(ν), ζῳικός, ζῳΰφιο(ν), ζῳώδης
αρχ.
ζῴειος, ζῳηδόν, ζῳότης, ζῳωτός. (Για τα σύνθ. με Α' συνθετικό βλ. ζωο- (ΙΙ). (Β' συνθετικό) νεοελλ. επίζῳον, μικρόζῳον, μυκητόζῳον, πειραματόζῳον, πρωτόζῳον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζώο — το 1. κάθε έμβιο ον. 2. ανόητος και ακαλλιέργητος άνθρωπος: Είναι ζώο και δεν καταλαβαίνει τίποτε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Οάννης — Ζώο με λογικό, θεότητα της χαλδαϊκής κοσμογενίας. Είχε σώμα ψαριού και κεφάλι και πόδια ανθρώπου. Μιλούσε επίσης σαν άνθρωπος και ζούσε χωρίς να τρέφεται. Το ζώο αυτό δίδαξε στους ανθρώπους τις επιστήμες και τις τέχνες, τους έμαθε τους κανόνες… …   Dictionary of Greek

  • αγελάδα — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών της τάξης των αρτιοδακτύλων. Το αρσενικό της λέγεται ταύρος. Το ανάστημά της είναι μικρότερο από του αλόγου και το σώμα της βαρύ και εύρωστο. Έχει κεφάλι κοντό σε σχέση με το σώμα της, με πλατιά ρουθούνια που… …   Dictionary of Greek

  • βόδι — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών (βλ. λ.) * * * το 1. μεγαλόσωμο κατοικίδιο μηρυκαστικό (το αρσενικό λέγεται ταύρος, το θηλυκό αγελάδα, το νεαρό μοσχάρι και έπειτα από χρονικό διάστημα ενός περίπου έτους δαμάλι) 2. (για άνθρωπο) νωθρός και… …   Dictionary of Greek

  • σπερμόφιλος — Ζώο της οικογένειας των Σκιουριδών που ανήκει στην τάξη των τρωκτικών (της υπόταξης των σκιουρόμορφων). Οι σ. ζουν κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και διακρίνονται σε αμνοσπερμόφιλους και σε ωτοσπερμόφιλους. Έχουν αρκετά κοινά… …   Dictionary of Greek

  • γουανάκο — Ζώο που ανήκει στο είδος lama guanicos της οικογένειας των καμηλίδων, της τάξης των αρτιοδάκτυλων θηλαστικών. Από πολλούς θεωρείται ως το είδος από το οποίο προέρχονται το λάμα και το αλπακά, είδη που σήμερα είναι εξημερωμένα ενώ το ίδιο το γ.… …   Dictionary of Greek

  • ζῶι' — ζῷο , ζάω pres opt mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῷ' — ζῷο , ζάω pres opt mp 2nd sg ζῷα , ζώιον neut nom/voc/acc pl ζῷα , ζῷον living being neut nom/voc/acc pl ζῷαι , ζωή living fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • θηρίο — και θεριό, το (ΑΜ θηρίον) 1. άγριο ζώο, αγρίμι 2. μτφ. για πρόσ. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος, ωμός, σκληρός, απάνθρωπος (α. «αυτός είναι θηρίο ανήμερο» β. «ώ δειλότατον συ θηρίον», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. (για μεγαλόσωμο άνθρωπο και για ασθενή που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”